Η σχέση μου με τη σαβούρα. Από σαβουρομαζώχτρας μινιμαλιστής
Στα παιδικά μου χρόνια δεν είχα όσα θα ήθελα. Για την ακρίβεια πάντα αγαπούσα τους υπολογιστές και το όμορφο ντύσιμο. Αλλά στην πράξη δεν είχα αυτά που επιθυμούσα και είχαν οι περισσότεροι συμμαθητές μου.
Τα παιδικά μου χρόνια
Η αλήθεια είναι ότι τους ζήλευα. Όχι με κάποιο κακό τρόπο αλλά σκεφτόμουν γιατί να είμαι από τους λίγους που δεν τα είχαν. Αναφέρομαι σε υπολογιστές που έπαιζαν παιχνίδια, κονσόλες, τα ίδια τα παιχνίδια, όμορφα ρούχα -γιατί όχι και ελαφρώς επώνυμα-, πράγματα που συνήθως είχαν τα άλλα παιδιά. Δεν αναφέρομαι σε υπερβολές φυσικά.
Θα μου πείτε «λογικό αφού μάλλον μεγάλωσες σε πάμφτωχη οικογένεια». Εκεί είναι που τρελαίνεσαι, μόνο φτωχή δεν ήταν η οικογένειά μου. Μάλλον το εισόδημα των γονιών μου εκείνη την εποχή ήταν στο 5-10% των καλύτερα αμειβόμενων υπαλλήλων της χώρας!
Τα φοιτητικά μου χρόνια
Όταν σπούδασα όπως κάθε κούκλος εκείνης της εποχής 😎 ήθελα και εγώ να πάω με μια κοπέλα για έναν καφέ, ένα ποτό, οτιδήποτε. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσα. Οπότε τι έκανα; Έπιασα δουλειά. Συναρμολογούσα υπολογιστές με το κομμάτι για γνωστή επιχείρηση της πόλης. Έκανα καλή δουλειά -έλεγαν οι πελάτες-, στην πορεία απαιτούσαν από την επιχείρηση να κάνω εγώ την συναρμολόγηση -και όχι κάποιος άλλος- και έτσι έβγαζα πια πολύ ικανοποιητικά χρήματα για να πάω την κοπελίτσα για καφέ.
Πριν καν τελειώσουν οι σπουδές μου με είχε πλησιάσει επενδυτής και στήσαμε μια από τις πρώτες εταιρείες στην πόλη που παρείχαν υπηρεσίες διαδικτύου. Φιλοξενία, σχεδιασμό ιστοσελίδων και υποτυπώδη ηλεκτρονικά καταστήματα για την εποχή. Άρχισε να βρέχει στην κυριολεξία χρήματα, δεν είχαμε πωλητές αλλά οι πελάτες μας βαρούσαν τα κουδούνια ως στις 23:00 το βράδυ. Από ξεβράκωτος βρέθηκα με χρήματα!
Εκεί που δεν είχα ρούχα της προκοπής και υπολογιστές να κάνω τη δουλειά μου μπορούσα να αγοράσω πια ό,τι ήθελα. Ένα από τα προβλήματα όμως παρέμενε: η Ελλάδα ήταν ελαφρώς υπανάπτυκτη εκείνη την εποχή και αυτά που έβρισκες στη Δυτική Ευρώπη δεν ήταν συνήθως διαθέσιμα. Φυσικά το ηλεκτρονικό εμπόριο δεν λειτουργούσε ακόμα.
Από μπατίρης σαβουροσυλλέκτης
Από μινιμαλιστής λόγω μπατιριάς βρέθηκα με απίστευτη σαβούρα. Αγόρασα και το διαμέρισμά μου και πήρα έπιπλα για το διπλάσιο διαμέρισμα και δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσα πράγματα μάζεψα. Έκανα 2-3 τίμιες προσπάθειες να μειώσω τον όγκο χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Είχα ρούχα που δεν είχα φορέσει ποτέ, λάθος νούμερα -με τον καιρό-, πράγματα που δεν ταίριαζαν πια στην αισθητική μου. Όμως τα κρατούσα όλα! Είχα κάποιο μυστήριο δέσιμο με τα υλικά αγαθά. Κάποιο ψυχιατρικό πρόβλημα μάλλον. Έχοντας όλο αυτό το βουνό από πράγματα ένιωθα καλύτερα. Ένιωθα ότι κάτι είχα καταφέρει. Ένα ψευδές αίσθημα ασφάλειας. Δεν μπορώ να σας το εξηγήσω καλύτερα. Προφανώς και ήταν λάθος.
Μετά πήγα στρατό και φυσικά η επιχείρηση δεν επιβίωσε. Ξανά στη μιζέρια λοιπόν. Ξεκίνησα ως υπάλληλος σε μια εταιρεία αλλά φυσικά ο μισθός ήταν απλά ένας μισθός.
Η μετανάστευση
Στη συνέχεια ήρθε η οικονομική καταστροφή της Ελλάδας και τα μνημόνια. Άρπαξα μια τρισάθλια πορτοκαλί τσάντα -από τότε έχω ψύχωση με τις ποιοτικές τσάντες- με ελάχιστα ρούχα και 200€ και μετανάστευσα στη Γερμανία. Δεν πήρα τίποτε άλλο από το σπίτι μου.
Δημιούργησα μια νέα οικοσκευή, για την ακρίβεια μια ολόκληρη νέα ζωή. Πάλι όμως κάνοντας το ίδιο λάθος. Έπιπλα με διπλάσιο μέγεθος από αυτό που άρμοζε στο διαμέρισμα, σαβούρα παντού. Συμμαζευμένη μεν, καθαρό το διαμέρισμα αλλά πολύ πράμα.
Μεταναστεύοντας στην πόλη που μένω σήμερα τα πράγματα έγιναν πολύ καλύτερα. Σε όλους τους τομείς. Η πόλη είναι πανέμορφη, ηρέμησα από την καφρίλα της Ελλάδας -μου πήρε 8 χρόνια να επιτευχθεί αυτό- βρήκα και μια δουλειά που με πλήρωνε αξιοπρεπώς.
Το σπίτι στην Ελλάδα
Εκείνο το σπίτι στην Ελλάδα υπήρχε ακόμα. Με τη διαφορά ότι λόγω υψηλών θερμοκρασιών είχε καταστραφεί όλη η οικοσκευή. Τα χαλιά από τη θερμοκρασία έγιναν θρύψαλα. Δύσκολο να το πίστεψει κάποιος αν δεν το δει με τα μάτια του. Ευτυχώς υπάρχουν αρκετοί μάρτυρες που με βοήθησαν στο άδειασμα. Τι έκανα λοιπόν; Τα πέταξα όλα. Ολόκληρη την οικοσκευή. Τα πάντα! Για 3 μέρες ήμουν συντετριμμένος και ήπια μια κάσα μπύρες για να μην λαλήσω. Ήταν όμως μια εμπειρία σταθμός στη ζωή μου. Βίωσα αυτό που συμβαίνει όταν πεθάνει κάποιος. Το σύνολο της οικοσκευής συνήθως πάει στα σκουπίδια. Οι συγγενείς, τα παιδιά έχουν τα δικά τους πράγματα και το πολύ-πολύ κρατούν κάποια ελάχιστα ενθύμια, κάτι ίσως με συναισθηματική αξία. Άντε να χρησιμοποιήσει κάποιος το ψυγείο ή κάποια συσκευή που δεν είναι 20 ετών. Ακόμα και αυτό είναι σπάνιο.
Έζησα δηλαδή το «θάνατό» μου, τα πράγματα πήγαν εκεί που θα πήγαιναν ούτως ή άλλως.
Τι μου έλλειψε από όλα τα πράγματα που είχα ως σήμερα τόσα χρόνια μετά; Τίποτε απολύτως. Πήρα μαζί μου τις φωτογραφίες, τις ψηφιακοποίησα και αγόρασα ξανά κάποια βιβλία που αγαπούσα πολύ. Στο σύνολο δεν έχω ούτε 20 βιβλία πια. Αυτά θέλω να έχω.
Η κατάσταση σήμερα
Τα τελευταία χρόνια έχω πάει στην αντίπερα όχθη. Όλα μου τα ρούχα χωρούν σε μια ντουλάπα με φάρδος 80 εκατοστά. Καλοκαιρινά και χειμερινά. Έχω ένα ράφι 120 εκατοστά με όλα μου τα εργαλεία -ναι μου αρέσει να μαστορεύω-. Εκτός αυτών έχω φυσικά το γραφείο μου με τον υπολογιστή μου και ως διασκέδαση έχω ένα iPad που αρχίζει και τα παίζει λόγω γήρατος. Φυσικά στο σπίτι υπάρχει κουζίνα -στην οποία και μαγειρεύω- μαζί με επιλεγμένα πιάτα, μαγειρικά σκεύη και τα συναφή. Όσα χρειάζομαι, εξαιρετικής ποιότητας αλλά λίγα, τίποτε παραπάνω.
Η πραγματικότητα είναι ότι δεν χρειάζομαι περισσότερα. Είχα κουραστεί να καθαρίζω, να τακτοποιώ, να συμμαζεύω, να ξανακαθαρίζω, να βάζω-βγάζω τη σαβούρα από το σύνθετο. Πούλησα και το σύνθετο -για 50€-. Δεν έχω πια καν σαλόνι -με την κλασική έννοια-, Home Office έχω. Γιατί απλούστατα αυτό μου βγάζει φράγκα. Το αναπάντεχο ήταν ότι με το Led φωτισμό και τα εφέ το λατρεύει η κόρη μου και κάθεται μαζί μου όποτε έχει χρόνο. «Μπαμπά έχουμε πολύ περίεργο σαλόνι αλλά είναι και κάπως ονειρικό». Ψυχή μου.
Χιλιάδες χαμένες ώρες
Πόσες χιλιάδες ώρες είχα ξοδέψει να συντηρώ όλη αυτή τη σαβούρα, πόσες χιλιάδες ευρώ είχα ξοδέψει για να αγοράσω όλο αυτό το χάλι.
Ίσως θεραπεύτηκα, έχω μια εντελώς διαφορετική σχέση με τα αντικείμενα πια. Συνεχίζω να αγαπώ τους υπολογιστές, το καλό ντύσιμο, την ποιότητα. Αλλά υπάρχει πια σημαντικά κριτήρια πριν παραγγείλω κάτι:
- Το χρειάζομαι;
- Που θα το βάλω;
- Τι θα προσθέσει στη ζωή μου αν το πάρω; Εξυπηρετεί κάτι;
- Μου δίνει χαρά ή θα σκυλοβρίζω μετά από λίγες μέρες συντηρώντας το;
Τώρα πουλάω πράγματα. Έχω πολύ λίγα αλλά διώχνω και τα τελευταία που δεν χρειάζομαι.
Έχω μια αποθήκη 4 κυβικών μέτρων. Είναι επίσης γεμάτη σαβούρα μέχρι το ταβάνι. Κατάλοιπο της παλιάς εποχής. Κυριολεκτικά γεμάτη σκουπίδια. Έψαξα λοιπόν μια εταιρεία να την αδειάσει. Ξέρετε πόσα μου ζήτησαν στη Γερμανία για αυτό; 600€. Λυπάμαι αλλά δεν τα δίνω. Περιμένω κάτι οδομαχίες στο μέλλον και ενώ οι άλλοι θα πλακώνονται για λόγους που ξέρουν αυτοί, εγώ θα αδειάζω την αποθήκη μου στο δρόμο. Είναι μια μορφή επανάστασης και αυτό. Αντί να καίνε λάστιχα ας καίνε τα δικά μου πράγματα. Φαντάζομαι ρυπαίνουν λιγότερο από λάστιχα την ατμόσφαιρα.
Τα υλικά αγαθά που κάθονται και δεν χρησιμοποιούνται σου πίνουν το αίμα. Αποτελούν κατάρα. Αυτό το «θα μου χρειαστεί κάποτε» ή «κάποτε θα έχει μεγάλη αξία» είναι παραμύθια της Χαλιμάς. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν ισχύει.
Φιλί στο κούτελο.
Όχι, δεν θα σας χρειαστεί στο μέλλον η 7η κατσαρόλα.